τῆς ξεγνοιασιᾶς τὸ μύρο.
Καὶ γὼ ἤμουν τὸ τραγούδι μὲ φτερὰ
ποὺ ξεπετιόταν γύρω.
Μὰ λίγο λίγο πίκραινε ὁ σκοπὸς
στὰ παιδικά μου χείλη
καὶ σάμπως ἕνας χρόνος ἀγριωπὸς
νἄχε ἄξαφνα ἀνατείλει.
Λυγίστη τοῦ πατέρα μου ἡ βουλὴ
στὰ θαλασσιά του μάτια
κ᾿ ἔκλεισαν σὰ νὰ βάρυναν πολύ.
Μέσ᾿ στ᾿ ἄφωνα δωμάτια,
Περήφανη ἡ μητέρα μου κι᾿ ὀρθὴ
στὰ πλουμιστὰ σαντάλια,
λὲς ἄφησε ἡ ψυχή της νὰ παρθῆ
στοχαστικὴ σὰν ντάλια.
Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς πίκρας τὸ γραφτὸ
νὰ ζοῦν καὶ νὰ σωπᾶνε
καὶ φύλλα ἀπώνα ἀνώφελο φυτὸ
σκορπίστηκαν καὶ πᾶνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου