Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Ταξίδι στην ελευθερία και το θάνατο


Into the Wild. ΗΠΑ, 2007. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σον Πεν. Ηθοποιοί: Εμίλ Χερς, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Γουίλιαμ Χαρτ.
 
Την αληθινή ιστορία του 20χρονου Κρίστοφερ Μακάντλες, απόφοιτου του κολεγίου, που εγκαταλείπει ξαφνικά ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον για να ζήσει για ένα σύντομο διάστημα, μέχρι τον πρόωρο, παράλογο θάνατό του, κοντά στη φύση στην παγωμένη Αλάσκα, αφηγείται στην όμορφη αυτή ελεγειακή ταινία του, με βάση το βιβλίο του Τζον Κρακάουερ, ο σκηνοθέτης-ηθοποιός Σον Πεν.
Ο Κρίστοφερ (μια ζεστή, συγκινητική ερμηνεία από τον Εμίλ Χερς) της ταινίας είναι, όπως και στο βιβλίο, ένας ιδιαίτερα έξυπνος, ονειροπόλος ιδεαλιστής που, παρά τις πολύ καλές αποδόσεις του στις σπουδές του και μια ασφαλή ζωή που του υπόσχονται οι μεσοαστοί συντηρητικοί γονείς του, εγκαταλείπει τα πάντα και απορρίπτοντας τη ματεριαλιστική ζωή του, και επηρεασμένος από τα βιβλία του Τολστόι και του Τζακ Λόντον αλλά και από τον Χένρι Ντέιβιντ Θορό, σύμφωνα με τη δική του απόδραση προς τη φύση, όπως την αφηγείται στο κλασικό βιβλίο του «Walden», αποφασίζει να ζήσει κοντά στη φύση, στη μακρινή Αλάσκα.
Αφού βαφτίσει τον εαυτό του Αλεξάντερ Σούπερτραμπ (υπερ-αλήτης) και κρατώντας ημερολόγιο του ταξιδιού του, ο Αλεξάντερ/Κρίστοφερ αρχίζει τη μεγάλη πορεία προς την Αλάσκα, συναντώντας στο δρόμο του διάφορα πρόσωπα που τον βοηθούν και δένονται μαζί του: από ένα ζευγάρι χίπηδων κι έναν ιδιαίτερα φιλικό αγρότη μέχρι τον ηλικωμένο, συγκινητικό Γουέιν που είναι έτοιμος να τον υιοθετήσει (συναντήσεις που ο Πεν παρουσιάζει μέσα από φλας μπακ). Στην Αλάσκα, όπου τελικά φτάνει, θα βρει καταφύγιο σε ένα εγκαταλειμμένο σχολικό λεωφορείο, όπου δυο χρόνια αργότερα θα τον βρουν νεκρό, δίπλα σε ένα βιβλίο του Τολστόι.

Ανασυνθέτοντας τη ζωή του Μακάντλες από το ημερολόγιό του, ο Σον Πεν, συγγενικό πρόσωπο με τον ιδεαλιστή Μακάντλες, βλέπει τη ζωή μέσα από τα μάτια του ρομαντικού του ήρωα: την ομορφιά των άγριων, απάτητων από ανθρώπους τοπίων, των ποταμών και των παγωμένων βουνών, το φρέσκο αέρα, τον αγώνα του Αλεξάντερ για επιβίωση με το συχνά χωρίς επιτυχία κυνήγι ζώων και την αντιμετώπιση του αφόρητου ψύχους. Μια σοβαρή, ελεγειακή, δοσμένη με μελαγχολική, ποιητική ματιά, ταινία ύμνος στον ασυμβίβαστο άνθρωπο, τον άνθρωπο που αναζητά την επικοινωνία με τη φύση και τα μυστήριά της αλλά και τη λύτρωση κοντά της. Είδος διαθήκης ενός σοβαρά σκεπτόμενου σκηνοθέτη, ταινία που δημιουργεί μια αίσθηση ξεχωριστής ομορφιάς και γοητείας.
«Ταξίδι στην άγρια φύση Ταξίδι στην άγρια φύση- ό,τι καλύτερο και βαθύτερο έχει υπογράψει ο Σον Πεν σε ολόκληρη την σκηνοθετική του διαδρομή. Το ασύλληπτο με την λεπτεπίλεπτη επεξεργασία ημιτονίων και υπόγειων διαδρομών του Σον Πεν είναι η διαρκής αντιπαλότητα ανάμεσα σ΄ αυτό που φαίνεται (εξωτερικά) και σ΄ αυτό που η ταινία είναι πραγματικά. Στοιχηματίζω πως αιτία της αντίφασης και της αντιπαλότητας από την οποία προκύπτουν κρυφά χαρτιά, είναι η καρδιά. Γιατί ο σκηνοθέτης συμπάσχει με τον ήρωά του, τον 22χρονο Κρίστοφερ Μακάντλες (αληθινό πρόσωπο). Πιστεύει στην πίστη του. Γοητεύεται από την πορεία του. Δρόμος, ο δρόμος του Κρίστοφερ. Όμως ταυτόχρονα από την ταύτιση προκύπτει και μια διαλεκτική απόσταση. Όσο πιο βαθιά σκαλίζεις τόσο περισσότερο χρυσάφι ανακαλύπτεις. Τα ουσιώδη νοήματα είναι εκεί, αρκεί να ψάξεις. Ο Κρίστοφερ είναι ο ζωντανός ορισμός του χιπισμού, του αναχωρητισμού, του απόλυτου οικολογικού οπαδού. «Η ευτυχία»- λέει- «δεν βρίσκεται στις ανθρώπινες σχέσεις». Απ΄ αυτές προκύπτουν ψέματα, απάτη, συμφέροντα, πλάνη, κακία, μίση, απληστία. Έτσι αφού δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο των ανθρώπων, τράβα να βρεις τον άψυχο, της Φύσης. Έτσι κουρελόχαρτα τα λεφτά του. Έτσι παλιοσίδερα το αυτοκίνητό του. Έτσι λαμπόγυαλο, όλα τα αντικείμενά του. Ο χρυσοθήρας της ψυχής. Έτσι κόβει κάθε γέφυρα με κάθε πλάσμα ζωντανό και διαρκώς, αν και ταξιδεύει, παραμένει και βυθίζεται στο ίδιο μέρος, στην ίδια θέση, στο ίδιο σημείο. Αδιέξοδο καταλυτικό. Το οδοιπορικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίσει δει λό. Κανείς να τον αντιμετωπίσει σαν άνθρωπο μισό. Είναι ήρωας μοναχικός. Ήρωας που παλεύει με τον εαυτό του. Ήρωας νικημένος από το αδιέξοδό του! Τρία τα επιτεύγματα του Σον Πεν. Η εξαιρετική διαχείριση μιας ιστορίας με ελάχιστους ηθοποιούς και με μοναδική, συνεχή παρουσία ένα νέο που ταξιδεύει στο πουθενά χωρίς ελπίδα καμιά. Η ύψιστη τέχνη της σιωπής. Η αντιστικτική διαλεκτική ανάμεσα στην μοναχική περιπέτεια του Κρίστοφερ και στα γράμματα που διαβάζει (Οff) η αδελφή του. Ο σπαραγμός χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Αράδες που ανοίγουν την καρδιά και ενσταλάζουν δάκρυα βγαλμένα από την ψυχή. Και τρίτο οι ερμηνείες και το soundtrack, πραγματική μουσική προσφορά. Σον Πεν, ο μεγάλος αδικημένος του «θείου» Όσκαρ. Αντί για το «Juno» αυτός άξιζε υποψηφιότητα καλύτερης ταινίας και καλύτερης ερμηνείας (Έμιλ Χερς). Οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Γιατί μαζί με τον «Αταίριαστο» του Κόπολα και τα «Πέντε εύκολα κομμάτια» του Μπομπ Ράφελσον, ο τάφος του χιπισμού, η πλάκα του ρομαντισμού. Γιατί όπως ο Λίαμ των «Γλυκών δεκάξι» του Κεν Λόουτς, η κατάληξη και η πορεία είναι ίδια: Christopher what a waste. Ένα τόσο σπουδαίο, χαρισματικό πλάσμα, χαραμίστηκε για μια ουτοπία στην Αλάσκα!



   

Ο αληθινός Κρίστοφερ Μακάντλες
«Βοήθεια! Χρειάζομαι βοήθεια. Είμαι πολύ άρρωστος και πολύ αδύναμος για να φύγω από εδώ. Είμαι μόνος μου, δεν πρόκειται για αστείο. Για όνομα του Θεού, σας παρακαλώ μείνετε εδώ για να με σώσετε. Εχω βγει για να μαζέψω βατόμουρα και θα επιστρέψω το απόγευμα. Ευχαριστώ. Κρίστοφερ Μακάντλες».



Αυτό έγραφε το αλλόκοτο σημείωμα, σε μία σελίδα κομμένη από μυθιστόρημα του Γκόγκολ στην πόρτα ενός εγκαταλειμμένου λεωφορείου κοντά στο Εθνικό Πάρκο Ντενάλι στην Αλάσκα. Το ανακάλυψε ένα ζευγάρι εκδρομέων, που περιπλανιόταν στην περιοχή στις 6 Σεπτεμβρίου του 1992. Την ίδια ώρα τρεις κυνηγοί άλκεων πέρασαν από εκείνο το σημείο ψάχνοντας θηράματα. Μαζί με το ζευγάρι έψαξαν το λεωφορείο. Στο βάθος του ήταν ένα μπλε σλίπινγκ μπαγκ. Ο ένας κυνηγός πλησίασε και είδε να ξεπροβάλλει ένα κεφάλι. Ο Κρίστοφερ Μακάντλες είχε πεθάνει ήδη δυόμισι εβδομάδες πριν από ασιτία. Οταν βρέθηκε, ζύγιζε μόλις τριάντα κιλά. Ο ονειροπόλος ταξιδιώτης, που είχε επηρεαστεί από το «Ουόλντεν» του Ντέιβιντ Θορό για μια ζωή μακριά από τον πολιτισμό, είχε ολοκληρώσει το ταξίδι του προς την αναζήτηση της ελευθερίας και της ομορφιάς. Η περιπετειώδης ζωή του ήταν αυτή που ενέπνευσε το συγγραφέα και ορειβάτη Τζον Κρακάουερ να γράψει το βιβλίο «Into The Wild», στο οποίο βασίστηκε η ταινία τού Σον Πεν «Ταξίδι στην άγρια φύση».

Το εγκαταλειμμένο λεωφορείο, τελευταίο καταφύγιο του Κρίστοφερ Μακάντλες

Το ταξίδι τού Μακάντλες είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν. Ο παράτολμος γιος μιας μεσοαστικής οικογένειας από την Ουάσιγκτον, αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, δίνει τις οικονομίες του, κάπου 24.000 δολάρια μαζεμένα για να σπουδάσει στη Νομική, σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, βάζει τα ελάχιστα υπάρχοντά του σε ένα παλιό αμάξι, αλλάζει το όνομά του σε Αλεξάντερ Σούπερτραμπ και φεύγει για την Αριζόνα. Περιπλανιέται εκεί δουλεύοντας ως περιστασιακός εργάτης στις φυτείες και όταν το αυτοκίνητο διαλύεται, του βάζει φωτιά, καίει τα τελευταία του χρήματα και αρχίζει τη ζωή του περιπλανώμενου αλήτη.Η μόνη επικοινωνία που έχει στο ταξίδι του είναι η αλληλογραφία με έναν παλιό του φίλο. Αυτός του στέλνει πότε πότε και κάποια χρήματα. Αλλά ο Μακάντλες απαντάει: «Οι μέρες που ήμουν άφραγκος και έπρεπε να αναζητήσω το επόμενο γεύμα μου ήταν πιο συναρπαστικές. Αποφάσισα να ζήσω για λίγο ακόμα αυτή τη ζωή. Η ελευθερία και η απλή ομορφιά της είναι πολύ γοητευτικά για να τα παρατήσω».Ο Μακάντλες ταξιδεύει διαρκώς, παίρνει ένα μεταχειρισμένο κανό και κατεβαίνει τον ποταμό Κολοράντο ώς τον κόλπο της Καλιφόρνιας. Περνάει παράνομα τα σύνορα με το Μεξικό και διασχίζει με τα πόδια τις έρημες ακρογιαλιές τής Σάντα Κλάρα. Ξαναμπαίνει στην Αμερική και ζει στους δρόμους μαζί με «αλήτες και αλκοολικούς». Και από την Αριζόνα στέλνει στο φίλο του γράμμα ότι «τώρα σκοπεύω πραγματικά να ταξιδέψω» και γράφει ότι σχεδιάζει να φτάσει στις ερημιές της Αλάσκας. Αρνείται το αεροπορικό εισιτήριο που του προσφέρει ο φίλος του και φτάνει με οτοστόπ ύστερα από δύο μήνες.«Τελικά έφτασα» σημειώνει στην τελευταία του επιστολή. «Μάλλον θα μου πάρει πολύ καιρό μέχρι να επιστρέψω στα νότια. Αν αυτή η περιπέτεια αποδειχτεί μοιραία για μένα και δεν ξανακούσεις νέα μου, να ξέρεις ότι είσαι υπέροχος άνθρωπος. Τώρα θα ξεκινήσω το ταξίδι μου στην άγρια φύση».


Ο Εμίλ Χερς που υποδύεται τον Μακάντλες
Οι μαρτυρίες στη πόλη Φέρμπανκς, στην Αλάσκα, μιλούσαν για έναν τύπο που αγόρασε μία καραμπίνα και έφυγε στο άγνωστο με ένα μικρό σάκο στον ώμο. Περιείχε κυρίως βιβλία του Θορό και του Τολστόι. Ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ήταν ο οδηγός που τον πήρε, καθώς έκανε οτοστόπ προς το Εθνικό Πάρκο Ντελάνι. Ο Μακάντλες τού συστήθηκε ως Αλεξ και του είπε: «Πάω να ζήσω στην φύση για μερικούς μήνες». Οταν έφτασαν στον προορισμό του, του άφησε το χάρτη που είχε μαζί του, το ρολόι και τη χτένα του. «Δεν θέλω να ξέρω ούτε τι ώρα είναι ούτε τι μέρα είναι ούτε καν πού βρίσκομαι. Γιατί τίποτε απ' όλα αυτά δεν έχει σημασία» του είπε ως αποχαιρετισμό.Η ιστορία αυτού του εικοσιδυάχρονου ρομαντικού έγινε μύθος στις ΗΠΑ. Ιδιαίτερα μετά την κυκλοφορία το 1996 του βιβλίου «Into The Wild» του Τζον Κρακάουερ, που περιγράφει την οδύσσεια του μεσοαστού πιτσιρικά. Από τότε άρχισαν τα ταξίδια-προσκυνήματα πολλών εφήβων στο εγκαταλειμμένο λεωφορείο στην Αλάσκα για να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και να ζήσουν μια μοναδική περιπέτεια. Πάντως οι Αρχές εκεί δεν είναι και ιδιαίτερα ευτυχείς για αυτήν την εξέλιξη. Αλλωστε οι ρέιντζερ της Αλάσκας δεν βρίσκουν τίποτε ηρωικό στην «αυτοκτονία», όπως την αποκαλούν, του Κρίστοφερ. «Το παιδί βρέθηκε εκεί», λένε, «χωρίς τρόφιμα και χάρτη και χωρίς να έχει ιδέα από μαθήματα επιβίωσης στη φύση. Δεν υπάρχει τίποτε το μεγαλειώδες σε αυτό. Το παιδί πέθανε από ασιτία μόλις 20 χιλιόμετρα από την Εθνική οδό».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 23/02/2008

Ο αυτοκαταστροφικός Αμαντέο Μοντιλιάνι, ο ζωγράφος που έζησε μέχρι τέλους μποέμικη ζωή στο Παρίσι.

Amedeo Clemente Modigliani
Λιβόρνο, 12 Ιουλίου 1884 - Παρίσι, 24 Ιανουαρίου 1920


Ο ζωγράφος και δάσκαλός του Γκουλιέλμο Μικέλι τον συμβούλεψε να μαθητεύσει δίπλα στους ιμπρεσιονιστές, πάνω απ' όλα όμως να σπουδάσει τα μεγάλα έργα του παρελθόντος. Κι αυτός τον άκουσε και φεύγοντας από το Λιβόρνο περιπλανήθηκε στην Ιταλία - πέρασε αρκετές φορές από τη Βενετία, πήγε στην Φλωρεντία, ταξίδεψε στη Ρώμη και στο Νότο - για να βρεθεί τελικά στο Παρίσι, όπου έγραψε την τραγική όσο και ιδιοφυή ιστορία του, ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους (του 20ού αιώνα τουλάχιστον).
"Η μαθητεία τού νεαρού Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι", μας λέει ο Κριστιάν Παριζό, συγγραφέας τής ογκώδους βιογραφίας "Μοντιλιάνι, η ζωή και το έργο του", "ξεκίνησε στα 14 του χρόνια, όταν άρχισε να παρακολουθεί με πάθος τα μαθήματα του Μικέλι. Από τότε δεν έπαψε να προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του, στην οικογένειά του και στους φίλους του ότι ήταν ικανός να γίνει αυτό που εν τέλει έγινε."
Από την καλλιτεχνική του εφηβεία στη σκιά των επιφανών συναδέλφων του (επηρεάστηκε από τον Τουλούζ Λοτρέκ, μέχρι που ο Σεζάν τον έκανε να αλλάξει πολλές από τις απόψεις του) ώς την κατάκτηση του εντελώς προσωπικού του στιλ, που χαρακτηρίστηκε από την ιδιαίτερη επιμονή του στα διαστρεβλωμένα με χάρη πορτρέτα και τα άπειρα γυμνά.


 Ο Παριζό δίνει με επιτυχία το μέγεθος της τραγικότητας στην θλιμμένη ζωή του, ως παρισινού μποέμ και καταραμένου καλλιτέχνη.
Δεν είναι τυχαίο πως τον αποκαλούσαν Μοντί, το οποίο συνηχεί στα γαλλικά με τη λέξη "maudit" (καταραμένος), περιγράφοντάς τον ως τον άνθρωπο που ζούσε με το οινόπνευμα και το χασίς, τον έρωτα και την ποίηση, στα ατελιέ τού Μονπαρνάς και της Μονμάρτρης.
(Στην πρώτη από αυτές τις δύο συνοικίες συνάντησε στα 26 του τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του: την ρωσίδα ποιήτρια Αννα Αχμάτοβα ), που ήταν τότε 21 χρόνων και είχε μόλις παντρευτεί. Ο έρωτάς τους κράτησε ένα χρόνο, αφού τα βίαια ξεσπάσματα του ζωγράφου την ανάγκασαν να επιστρέψει στη συζυγική εστία.)
Το 1917 θα γνωρίσει την γαλλίδα φοιτήτρια Ζαν Εμπυτέρν.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1918 απέκτησαν την πρώτη (και μοναδική) κόρη τους.
Η δεύτερη δεν έμελλε να γεννηθεί ποτέ - αφού η Ζαν αυτοκτόνησε πηδώντας από τον 5ο όροφο του πατρικού της, σχεδόν 9 μηνών έγκυος, μόλις 2 μέρες μετά τον θάνατο του Αμεντέο.

 Tα περισσότερα έργα που πωλήθηκαν όσο ζούσε, δεν του απέφεραν παρά μερικές δεκάδες φράγκα - ξοδεύονταν αμέσως στις γνωστές (κατα)χρήσεις του...
Τον Νοέμβρη του 2003, η 'ξαπλωμένη γυμνή' του, πωλήθηκε προς 26.887.500 δολάρια.
Επίσης, πορτρέτο που απεικονίζει - κατά τον τρόπο του - τον Mάριο Bάρβογλη πωλήθηκε το 1988 έναντι 2 δις δρχ. "Nέος χρόνος, μια καινούργια ζωή αρχίζει", έγραψε κάτω απ' το σχέδιο με μολύβι - μια πρωτοχρονιά που πέρασαν μαζί.

Τόσο η ζωγραφική του όσο και τα γλυπτά του, εξακολουθούν να προκαλούν τον θαυμασμό αλλά την αρνητική κριτική - όπως την πρώτη μέρα που, κοινό και κριτικοί, είδαν έργα του σε έκθεση που η αστυνομία έκλεισε σε λίγες ώρες.
Ο πρόωρος θάνατός του, το θυελλώδες ταμπεραμέντο του, οι ερωτικές περιπέτειές του, η 'έκλυτη' ζωή στους δρόμους του Παρισιού και το σχετικό 'σκοτάδι' στον κόσμο της τέχνης κατά τη διάρκεια της ζωής του, είναι ο συνδυασμός που μετέτρεψε τον Modigliani σε νεωτεριστικό ρομαντικό κλισέ - γεγονός που επισκιάζει φορές την αξία του έργου του, που τον κατέταξε στις εξέχουσες θέσεις των καλλιτεχνών του 20ού αιώνα.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως οι επιρροές και οι ιδέες του είναι αναπόσπαστα δεμένες με τα μεγάλα γεγονότα της εποχής του (τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον λιμό στην Ιταλία, την Ρώσικη Επανάσταση, την διάδοση του Μαρξισμού, την έκρηξη του Μοντερνισμού κ.λπ.)
Έφυγε σαν σήμερα πριν από 90 χρόνια, εξαντλημένος από την φτώχεια, την υπερκόπωση και την υπερβολική χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών.

Η 15μηνη κόρη του - είχε πάρει το όνομα της μητέρας της: Ζαν -
υιοθετήθηκε από την αδελφή τού Αμεντέο, στην Φλωρεντία. Ενήλικη, έγραψε κι εκείνη μία σημαντική βιογραφία για τον πατέρα της: "Μοντιλιάνι, ο άνδρας και ο μύθος".

Όλα τα έργα του Modigliani, λεπτομερής βιογραφία του και πολλοί σύνδεσμοι με τα μουσεία που φιλοξενούν πίνακές του, και ενδιαφέρουσες πληροφορίες.


 Η  Ζωή και η καλλιτεχνική δράση του Αμεντέο Μοντιλιάνι έχει γυριστεί και σε ταινία.


1919, Παρίσι. Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει και η νυχτερινή ζωή έχει γεμίσει με σκοτεινά πάθη και αχαλίνωτες εμμονές. Στο καφέ «Ροτόντ», το στέκι της ελίτ της τέχνης, ένα τραπέζι δεν μοιάζει με κανένα άλλο στην ιστορία: ο Πικάσο, η Φρίντα Κάλο, ο Ουτρίγιο, ο Κοκτό κι ο Μοντιλιάνι συζητούν με πάθος για τέχνη, έρωτα και επιθυμία! Η δραματική αντιζηλία μεταξύ του Μοντιλιάνι και του Πικάσο, δύο αντρών που η σχέση τους διακατέχεται από ευφυΐα, αλαζονεία και πάθος θα στοιχειώσει την καλλιτεχνική παρέα.



Λίγοι στίχοι του Νίκου Καββαδία ("Θεσσαλονίκη")
με αναφορά στον Μοντιλιάνι..:
 
«Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι 
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή 
τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι 
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί».




Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Παύλος Παυλίδης-Αλλάζει Πρόσωπα η Θλίψη




Στίχοι: Παύλος Παυλίδης
Μουσική: Ξύλινα Σπαθιά
Πρώτη εκτέλεση: Ξύλινα Σπαθιά


Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη
ένα κορίτσι με κοιτάει
χορεύει, κι ύστερα πετάει
πάνω απ' τα μπαρ και τα ηχεία

Δεν έχει τίποτα να κρύψει
καμιά φορά αντί να κλαίει
χορεύει, κι είναι σαν να λέει
σπάστε την πόρτα αν δεν ανοίξει

Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη
μαζεύει πίσω τα μαλλιά της
θυμίζεις μια μικρή κυρία
που όλο ξεχνάω τ' όνομα της

Ποιος θα τα βάλει με τη θλίψη
όσο αντιστέκεται νικάει
σ' όποιον τη ρίχνει από το θρόνο
εσένα λέει θέλω μόνο

Όταν τελειώνει η συναυλία
κάτι παιδιά έρχονται κοντά μου
στα σκονισμένα της αρχεία
λένε πως είδαν τ' όνομα μου

Κι εγώ αρχίζω να γελάω
αλλάζει πρόσωπα η θλίψη
ρωτάνε αν την αγαπάω
έστω για λίγο θα μου λείψει

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Hotel California: Μύθοι και πραγματικότητα






Πρόκειται απλά για έναν αστικό θρύλο ή μια ιστορία μυστήριο;
''Σατανιστικές'' τελετές, εγκλήματα, πνεύματα και μια…αλήθεια που στέκει πολύ μακριά απ’ όλα αυτά.

 
Καθώς προσπαθούσα να σκεφτώ το επόμενο άρθρο για το blog, αρχίζει το ράδιο να παίζει το τραγούδι Hotel California. Ξέρετε,το γνωστό από τους Eagles.
Φυσικά το σιγοτραγουδούσα κι εγώ μαζί, και μου ήρθαν στο μυαλό τα διάφορα που έχουν ειπωθεί για το εν λόγω κομμάτι.
Έτσι σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να το ψάξω λίγο.
 
Τελικά βρήκα πολλά γύρω απ’ αυτό, μερικά είναι ακραία και άλλα θα μπορούσαν να ισχύουν. Ποικίλουν πάντως τα σενάρια.
Το 1977 το «Hotel California» των «Eagles» ανέβαινε στο Νο1 των αμερικάνικων τσαρτς και ξεκινούσε την πορεία του προς την… αθανασία. Πλέον το τραγούδι θεωρείται ένα από τα καλύτερα και γνωστότερα στην ιστορία της ροκ μουσικής. Το «Hotel California» όμως είναι και το κομμάτι που το ακολουθούν οι περισσότερες ιστορίες. Οι σκοτεινοί του στίχοι δημιούργησαν μύθους για το τι πραγματικά μιλάει και ποια ιστορία ενέπνευσε τους δημιουργούς του. Τι είναι το «θηρίο», το «πνεύμα» και η «τελετή» με τα «ατσάλινα μαχαίρια»; Μιλάει για κάποιο έγκλημα, κάποια σατανιστική τελετή ή κάτι διαφορετικό. Θα ακολουθήσουμε λοιπόν όλους τους αστικούς μύθους που ακολουθούν το… στοιχειωμένο ξενοδοχείο για να φτάσουμε στην εξήγηση που έδωσαν τα μέλη του συγκροτήματος.

Οι «Eagles» κυκλοφόρησαν το single στις αρχές του 1977 και χρειάστηκαν τρεις μήνες για να ανέβει στο Νο1. Οι στίχοι του όμως δημιούργησαν άμεσα αίσθηση σε μια περίοδο μάλιστα που τα εγκλήματα ήταν πολλά. Ο κουρασμένος ταξιδιώτης που αναγκαστικά πάει στο ξενοδοχείο και βλέπει πολλά περίεργα δημιουργεί μύθος και συνειρμούς με γεγονότα της εποχής.

Η ιστορία που κυριαρχεί είναι αυτή που συνδέει το τραγούδι με την «Εκκλησιά του Σατανά» και τον Άντον ΛαΒέι γνωστό ως «Μαύρο Πάπα». Αυτός ο μύθος θέλει το τραγούδι να αναφέρεται σε ένα ξενοδοχείο που είχε αγοράσει ο σατανιστής, ΛαΒέι στο Σαν Φρανσίσκο το οποίο μετέτρεψε στην «Εκκλησία του Σατανά» και εκεί έγραψε τη «Σατανική Βίβλο». Μάλιστα λένε ότι στη φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του δίσκου σε ένα παράθυρο ψηλά αριστερά εμφανίζεται η μορφή του ΛαΒέι που προειδοποιεί τους αθώους από κάτω του. Γενικότερα πολλά έχουν ακουστεί για τις φωτογραφίες. Κάποιοι λένε ότι είναι από την «Εκκλησία του Σατανά» ενώ αναφέρουν πως η κάμερα έπιασε και τις μορφές κάποιων πνευμάτων. Ένας μύθος θέλει στις πρώτες φωτογραφίες που βγήκαν από το ξενοδοχείο να εμφανίζεται κάποιος στην είσοδο ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν κανείς. Επίσης ο μαύρος καθαριστής που βρίσκεται σε μια φωτογραφία λέγεται ότι είναι ένα θύμα του ΛαΒέι που θυσιάστηκε.

Όσο για τους στίχους θεωρούν ότι μιλάει για μια σατανιστική τελετή. Το «δεν έχουμε αυτό το πνεύμα εδώ από το 1969» αναφέρεται στον Χριστό και το γεγονός ότι η σατανιστική ομάδα αυτή δημιουργήθηκε το 1969. Φυσικά τα μέλη των «Eagles» έχουν κατηγορηθεί ότι ασπάζονται τον Σατανισμό. Άλλη άποψη θέλει το «they stub withtheir steely knives» να αναφέρεται στον Στίλι Νταν με τον οποίο οι φήμες ήθελαν τα μέλη του συγκροτήματος να έχουν διαμάχη. Φυσικά υπάρχει και το κλασικό ότι αν ακούσεις ανάποδα τον δίσκο έχει διαβολικά μηνύματα.

Μια διαφορετική εκδοχή θέλει το κομμάτι να αναφέρεται στο ψυχιατρείο του «Καμαρίγιο» και όσα γίνονταν εκεί. Το παρατσούκλι του ψυχιατρείου ήταν «Hotel California» και ο συνειρμός έγινε λογικά. Επίσης έχει ακουστεί ότι αναφέρεται σε ένα ξενοδοχείο στη Σκοτία που έγιναν κάποια εγκλήματα αλλά και ένα μικρό μοτέλ στην Καλιφόρνια που οι ιδιοκτήτες του (ένα ζευγάρι) σκότωναν τους ενοίκους και έθαβαν τα πτώματα τους στο υπόγειο. Τέλος υπάρχει και η απλή σκέψη ότι το τραγούδι γράφτηκε για ένα ξενοδοχείο που είχαν περάσει κάποιες νύχτες τα μέλη των «Eagles».

Η αλήθεια…

Η πραγματικότητα όμως δεν είναι ούτε τόσο ζοφερή, ούτε έχει να κάνει με φόνους η σατανιστικές τελετές. Αναφορικά με τις φωτογραφίες αυτές πάρθηκαν από ένα ξενοδοχείο στο Μπέβερλι Χιλς και όχι από την «Εκκλησία του Σατανά». Η εικόνα στο παράθυρο που λέγεται ότι είναι το ΛαΒέι είναι απλά μια κοπέλα που είχε προσληφθεί από το συνεργείο που έκανε τη φωτογράφιση. Το ίδιο ισχύει και για τον καθαριστή. Το «warm smell of colitαs» που έχει αναλυθεί ποικιλότροπος απλά αναφέρεται στη μαριχουάνα. Colitas είναι το όνομα της στα Μεξικάνικα. Όσο τώρα για τους στίχους δεν έχουν καμία σχέση με σατανισμό. Τα μέλη του συγκροτήματος έχουν δηλώσει πως το τραγούδι μιλάει για την το κλίμα της εποχής και την απληστία στην Καλιφόρνια τη δεκαετία το ’70. Ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα για την άσωτη ζωή που οδηγούσε στην καταστροφή. Μια ζωή που έκαναν και οι ίδιοι στο παρελθόν. «Το τραγούδι ήθελε να πιάσει το πνεύμα της εποχής που ήταν μια περίοδος τεράστιας επιτυχίας για τη χώρα αλλά και τη μουσική βιομηχανία. Το άλμπουμ υπογράμμιζε τη διαφθορά των ροκ σταρς που προέρχονται από τη βιομηχανία του Λας Άντζελες. Ο τίτλος παρουσιάζει απλά την Καλιφόρνια σαν μια ωραιοποιημένη φυλακή που αφήνει τους καλλιτέχνες να μπαίνουν ελεύθερα μόνο για να ανακαλύψουν ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από εκεί. Το πράγματικο Hotel California δεν είναι ένα μέρος είναι μια μεταφορά για τη μουσική βιομηχανία της δυτικής ακτής και το πόσο επηρεάζει τους ταλαντούχους που βρίσκουν τους εαυτούς τους εγκλωβισμένους σε έναν ωραιοποιημένο ιστό» δήλωσε για το κομμάτι το μέλος των «Eagles», Ντόν Χένλεϊ. Παρόμοιες δηλώσεις έχει κάνει και ο Ντον Φέλντερ που μίλησε για τραγούδι με κοινωνικοπολιτικό μήνυμα.






Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Τάνια Τσανακλίδου - "Ήθελα να είμαι ήρωας όχι καλλιτέχνης"

Η παρουσία της επί σκηνής μοιάζει με μια φλόγα, η οποία όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν λέει να σβήσει. Ακόμα και αν τον τελευταίο καιρό έχει επιλέξει συνειδητά να μην εμφανίζεται πολύ, ακόμα και αν, όπως ισχυρίζεται, περνάει μια φάση συλλογισμού και εσωστρέφειας, η Τάνια Τσανακλίδου μάς αποκαλύπτεται πλήρως και ειλικρινώς, μέσα από ακόμα μία ζωντανή ηχογράφηση με τη συνοδεία τριών ακουστικών οργάνων. Το Παλιές Αγάπες & Λόγια Μεθυσμένα κυκλοφόρησε πρόσφατα σε διπλό cd. Με την αφορμή αυτή βρεθήκαμε απέναντί της, ανακαλύπτοντας τους φόβους και τις αλήθειες μιας «ηθοποιού που απλά της αρέσει να τραγουδάει».


Σε σχέση με τα χρόνια που βρίσκεστε στο ελληνικό τραγούδι, οι δίσκοι σας δεν είναι και τόσοι πολλοί. Εκείνο που προκαλεί απορία είναι γιατί έχετε τόσες πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις. Μέτρησα πέντε.
Πάντα το live μού άρεσε περισσότερο. Το στούντιο δεν το άντεχα στο παρελθόν -τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει μέσα μου-, δεν μπορούσα να τραγουδήσω χωρίς κόσμο. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια με πολλή αγωνία και πολύ πυρετό, για να μπορέσω να εκτιμήσω τη δουλειά που γίνεται σε ένα στούντιο. Τις ηχογραφήσεις άρχισα να τις απολαμβάνω μετά το Μαμά Γερνάω, γιατί εκεί για πρώτη φορά συνδέθηκα με ανθρώπους που μου ενέπνεαν ασφάλεια.


Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας μια νέα ζωντανή ηχογράφηση, η τρίτη κατά σειρά στο Μετρό, η δεύτερη με τους ίδιους ακριβώς συντελεστές, στο ίδιο ακριβώς κλίμα.
Καταρχήν αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η παράσταση είχε βιντεοσκοπηθεί για να γίνει dvd, όμως με το πέρασμα του χρόνου εγκατέλειψα την ιδέα. Μάλλον, ξεχάστηκα. Όταν πήγα λοιπόν στην εταιρεία για να βγει η Προσωπογραφία, με ρώτησαν αν έχω τίποτε άλλο στα σκαριά και ακούγοντας για την ύπαρξη της βιντεοσκόπησης, ενδιαφέρθηκαν. Τελικά, ο παραγωγός μου, ο Γιώργος Μακράκης, προτίμησε να βγει σε cd. Τόσο απλά. Δεν υπήρξε δηλαδή κάποια βαθύτερη ανάγκη που κίνησε τα πράγματα.


Ο δίσκος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί και μια ευκολία για εσάς; 
Είναι όντως μια φοβερή ευκολία. Αν δούλευα φέτος, αν παίζαμε ζωντανά, πιθανόν να το συνδυάζαμε με κάτι ακόμα. Από τη στιγμή όμως που δεν θα βγω στη σκηνή, σκέφτηκα εκείνους που έρχονται στις παραστάσεις, περιμένοντας από εμάς κάποια πράγματα. Μέσα στα χρόνια πίστεψα πολλές φορές ότι είμαι μόνη μου. Όμως, κατάλαβα ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που παρηγορούνται ακούγοντάς μας να τραγουδάμε και όταν δεν το κάνουμε στεναχωριούνται. Περισσότερο το είδα ως ένα δώρο για όλους αυτούς, μιας κι εμένα δεν μου στοίχισε απολύτως τίποτα. Δεν φιλοδοξώ κάτι από αυτόν το δίσκο, δείτε το σαν μια καταγραφή της δουλειάς μου.


Πολύ αυθόρμητα όλα αυτά, όπως και η ηχογράφηση που ακούμε. Απευθείας αποσπάσματα και 
παρλάτες από το πρόγραμμα. 
Αυτή η ηχογράφηση δεν υπέστη ούτε μία επεξεργασία στο στούντιο. Γενικά, δεν μου αρέσει να επεμβαίνω στις ζωντανές ηχογραφήσεις των προγραμμάτων μου. Στο προηγούμενο live, για παράδειγμα, κάνω ένα σαρδάμ διαβάζοντας το κείμενο «Στα φανάρια των δρόμων». Δεν θεώρησα ότι έπρεπε να το διορθώσω. Αν το επεξεργαστείς στο στούντιο, χάνεται κάτι από την ουσία. Μου αρέσει η αίσθηση να κλείνεις τα μάτια σου και να νομίζεις ότι ζεις εκείνη τη βραδιά. Μπορεί να βγουν και κάποιες υπερβολές στην ηχογράφηση, αλλά δεν με πειράζει.


Η υπερβολή εξάλλου είναι ένα στοιχείο που σας χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα.  
Ξέρετε, με ενοχλεί πια η υπερβολή. Μεγάλωσα και ωρίμασα και τη θεωρώ περιττή. Έχω συνεχώς στο μυαλό μου ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν δεν μου ξέφευγαν κάποια πράγματα πάνω στη σκηνή.


Αυτή η υπερβολή, όμως, κάνει την ατμόσφαιρα πιο θεατρική. 
Ποτέ δεν αισθάνθηκα εντελώς τραγουδίστρια. Σπούδασα θέατρο, ξεκίνησα από εκεί και ακόμα αισθάνομαι ηθοποιός. Βάζω τα πάντα σε ένα πλαίσιο θεατρικό την ώρα που στήνω το live μου∙ πάντα υπάρχει χώρος, θερμοκρασία, αποδέκτης. Σαν μια συνομιλία με το κοινό. Αυτή η διαδραστικότητα βέβαια δεν είναι πάντα επιτυχημένη. Στις καλές βραδιές ο κόσμος σε αγκαλιάζει. Υπάρχουν και βραδιές που δεν καταφέρνουμε να τον πάρουμε μαζί μας και είναι φυσικό. Τότε δεν περνάει καλά ούτε ο κόσμος ούτε εμείς.


Σας ακούμε να μιλάτε για την ηλικία σας, να γελάτε με τα κιλά σας, να αυτοσαρκάζεστε.  
Είναι πολύ οδυνηρή η πραγματικότητα του εαυτού μας, αν δεν γελάσεις μαζί της, πώς θα την 
ξεπεράσεις;


Σας πειράζει ο χρόνος που περνά;
Νόμιζα ότι δεν θα με πείραζε, αλλά τελικά με σοκάρει. Φόρεσε στην καρδιά μου ένα είδος φόβου. Κάποτε ένιωθα ατρόμητη. Αυτό έχει να κάνει και με τα πράγματα που βιώνουμε καθημερινά∙ αυτή η παλιοκοινωνία κατάφερε και μου μετέδωσε τον φόβο. Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος και ο φόβος είναι τρομερή σκλαβιά. Όταν γερνάς, αισθάνεσαι ότι θα φτάσει μια στιγμή που δεν θα έχεις αυτάρκεια. Για παράδειγμα, πριν από έναν χρόνο έτυχε να πέσω και να χτυπήσω το χέρι μου και το πόδι μου και αυτή η ξαφνική ανημπόρια με αναστάτωσε απίστευτα, σκέφτηκα πως η ζωή μου ίσως να συνεχίσει κάπως έτσι. Έπειτα, συνέβησαν όλα αυτά που συμβαίνουν ακόμα στην κοινωνία μας. Είμαι πολύ απαισιόδοξη για το τι πρόκειται να συμβεί. Νόμιζα ότι είχα δυνατότερες αντιστάσεις, αλλά νικήθηκα. Ίσως επί σκηνής να φαίνομαι δυνατή και ανεξάρτητη, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάποια στιγμή όλο αυτό θα το χάσω.


Να υποθέσω ότι η αυτοκριτική είναι στην ημερήσια διάταξή σας… 
Ναι, είναι η διαστροφή μου. Από τα πράγματα που ήθελα να κάνω στη ζωή μου, τα περισσότερα τα κατάφερα. Μου έχει διαφύγει όμως κάτι που δεν το είχα αρχικά στο πρόγραμμα, και αυτό δεν είναι η οικογένεια. Είναι η περιπλάνηση, τα ταξίδια. Θα ήθελα να πάρω το δισάκι μου και να ταξιδέψω μόνη μου για το άγνωστο με το πρώτο τραίνο που θα βρω. Τελικά, κώλωσα και δεν το έκανα. Τώρα μάλλον είναι αργά.


Πώς εκτονώνεστε;


Δεν εκτονώνομαι. Η μόνη μου εκτόνωση είναι η σκηνή, αλλά πλέον δουλεύω λίγο. Αυτή την περίοδο σκέφτομαι, και οι σκέψεις μου είναι στενάχωρες. 


Τις καταγράφετε; 
Όχι, αλλά είμαι έτοιμη να το κάνω. Παλιά έγραφα. Κάποτε είχα γράψει μερικά τραγούδια, αλλά όχι με επιμέλεια. Δεν θέλω πια ορμή, θέλω να είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου. Και με όλους.


Είστε από εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν κυκλοφορούν καλά τραγούδια. Να μια αυστηρότητα.  
Ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν τραγούδια που να με αφορούν ερμηνευτικά. Στην Προσωπογραφία βρέθηκαν μερικά που ήθελα πολύ να τα πω και τα ευχαριστήθηκα πολύ και στα lives.


Αναρωτιέμαι αν διαβήκατε ποτέ το σύνορο της ματαιοδοξίας;   
Πολλές φορές. Μόνο στις παλιές μου φωτογραφήσεις να ρίξετε μια ματιά, θα το καταλάβετε. Είναι και το επάγγελμα τέτοιο: και να μην είσαι ματαιόδοξος, η έκθεση στο φως σε οδηγεί προς τα εκεί. Πάτησα φρένο όμως πολλές φορές, και μάλιστα κάνοντας στροφή 180 μοιρών. Είχα βέβαια την τύχη να μην κάνω ποτέ μεγάλη εμπορική επιτυχία. Η μεγάλη επιτυχία είναι τρομοκράτης. Τρελαίνονται όλοι μαζί σου, μετά τρελαίνεσαι κι εσύ, σε πιάνει το άγχος για το τι θα κάνεις στο επόμενο βήμα. Κατάφερα να οδηγήσω τη ζωή μου εκεί που ήθελα. Έτυχε να την πάω και σε μέρη που τελικά δεν μου άρεσαν και μόλις το συνειδητοποίησα άλλαξα δρόμο.


«Η τέχνη είναι το παιδί του φόβου και της ανάγκης», έχετε δηλώσει. Ο μεγαλύτερος φόβος και η μεγαλύτερη ανάγκη της Τάνιας;
Η μεγαλύτερη ανάγκη μας είναι η αγάπη. Ένα αίτημα αγάπης είναι αυτό που μας οδηγεί, που μας οπλίζει με το κουράγιο να εκτεθούμε στον κόσμο. Νομίζω ότι αν ήμασταν χορτασμένοι από αγάπη δεν θα είχαμε λόγο να κάνουμε τέχνη. Με την τέχνη ξορκίζεις τον φόβο. Κάπως έτσι γεννήθηκε το τραγούδι. Εκείνο που βλέπω, ωστόσο, είναι πως από το ’80 και μετά περάσαμε σε μία κοινωνία της γκλαμουριάς και του lifestyle. Το παν είναι να είσαι «in» και η απόλυτη αξία το φαίνεσθαι. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι η τέχνη, όταν εξυπηρετεί το φαίνεσθαι, δεν μπορεί να δημιουργήσει σπουδαία πράγματα, δεν εκφράζει τις βαθύτερες ανάγκες μας, μένει στις ψεύτικες.


Μια σκληράδα τη βγάζετε, η αλήθεια είναι…
Το ξέρω. Έχω αποφασίσει να είμαι πολύ σκληρή με τους ανθρώπους που αγαπάω, γιατί κατάλαβα ότι η αγάπη πέρα από παρηγορητική είναι και ανελέητη.


Μια άλλη αλήθεια είναι ότι έχετε δώσει πάμπολλες συνεντεύξεις και έχετε απαντήσει σε δύσκολες ερωτήσεις, ακόμα και προσωπικές.  
Δεν φυλάγομαι. Αν με ρωτήσετε κάτι θα σας απαντήσω ευθέως. Ούτε κάνω δεύτερες σκέψεις, ότι οι απαντήσεις δεν με συμφέρουν. Τις κάνω εκ των υστέρων και σκέφτομαι ότι έχω πει και πολλές μαλακίες. Βέβαια, κοιτώντας προς τα πίσω, βλέπω ότι μου βγήκε σε καλό, ότι οι άνθρωποι με εμπιστεύονται, τουλάχιστον εκείνοι που χρειάζομαι εγώ να με εμπιστευτούν και να με αγαπήσουν. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να κάνει πολλά πράγματα επίτηδες για να με αγαπήσουν και αυτό έχει μια δόση απελπισίας. Θα ήθελα να μην το είχα. Αλλά το έχω. Είναι το έλλειμμα αγάπης που λέγαμε.


Το Μαμά Γερνάω, έχει φέρει στα μάτια πολλών ανθρώπων δάκρυα. Έχετε σκεφτεί πώς θα αντιδρούσε η μαμά σας αν σας άκουγε να το τραγουδάτε; 
Μόλις το ηχογράφησα πήγα στον τάφο της και το έβαλα στο τέρμα. Αυτά είναι πράγματα που δεν θα τολμούσα να τα πω στη μαμά μου όσο ζούσε. Απελευθερώνεσαι όμως όταν το κάνεις. Με τη μαμά μου ήμασταν ίδιες, γι’ αυτό είχαμε και πολλές κόντρες. Πιθανότατα να με έπαιρνε αγκαλιά και να έκλαιγε. Κι εγώ, ως αντιδραστική, θα θύμωνα. Η μητέρα μου ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος.


Αν είχατε μια κόρη και το τραγουδούσε σε εσάς; 
Κάπως έτσι. Κάθε φορά που το τραγουδάω, υπάρχουν κάτι παράξενα ζευγάρια ανθρώπων από κάτω που αγκαλιάζονται και κλαίνε. Είναι μαμάδες με τις κόρες τους. Αυτό με συγκινεί πολύ βαθιά, αισθάνομαι ότι και τίποτα άλλο να μην είχα κάνει, μόνο και μόνο αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για μένα. Δεν το έκανα εγώ, το έκανε το τραγούδι. Εγώ έγινα ο καταλύτης για να συμβεί.


Θέλετε να κλείσουμε με την πιο μεγάλη σας αλήθεια, κυρία Τσανακλίδου; 
Φοβάμαι. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον έχω χάσει την ελευθερία μου. Κι αυτό ξέρετε πώς ξεπερνιέται; Με έναν μεγάλο ηρωισμό. Από παιδί ήθελα να είμαι ήρωας, όχι καλλιτέχνης. Μη νομίζετε ότι οι ήρωες δεν φοβούνται. Απλά, κάποια στιγμή υπερβαίνουν τον εαυτό τους. Για να ξεπεράσω τον φόβο μου ίσως θα πρέπει να κάνω κάποια ηρωική πράξη, την οποία ακόμα αναζητώ.




ΠΗΓΗ : ΔΙΦΩΝΟ