Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Woodstock

Η αρχή του τέλους ή η τελευταία στροφή πριν από την ευθεία της λήξης;


Τρεις ημέρες φαίνεται πως είναι αρκετές για να στιγματίσουν μία εποχή και μία ολόκληρη γενιά. Πως όμως συνέβη αυτό;
Λίγο πριν την έναρξη του φεστιβάλ κανείς δεν υποπτευόταν τη σημασία αυτής της γιορτής, ούτε γνώριζε πως έμελλε να γίνει το διασημότερο φεστιβάλ στην ιστορία της μουσικής και πως το όνομά του θα χαρακτήριζε όλη εκείνη τη γενιά της δεκαετίας του '60. Περισσότερο σημασία είχε, μάλλον, το γεγονός ότι θα γινόταν τελικά, κάτι το οποίο ήταν αμφίβολο σχεδόν μέχρι την τελευταία στιγμή, αφού μόλις μια μέρα πριν την έναρξη, η οργάνωση φαινόταν μηδαμινή (μάλιστα, ούτε καν η σκηνή δεν είχε στηθεί). Μόνο οι χιλιάδες κόσμου που είχαν συρρεύσει σε αυτήν την μικρή κωμόπολη της Νέας Υόρκης, που ονομαζόταν Woodstock, πρόδιδαν ότι εκεί κάτι συνέβαινε.
Ωστόσο, η ανησυχία ήταν έντονη τόσο στους θεατές που είχαν μαζευτεί και με ανυπομονησία περίμεναν να δουν ζωντανά τόσα πολλά και βαρυσήμαντα ονόματα της ροκ σκηνής, όσο και στους διοργανωτές που ήλπιζαν να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη από αυτό το φεστιβάλ. Άλλωστε, όλη αυτή η ιστορία ξεκίνησε με την επιδίωξη δύο... "αυτοδημιούργητων" νέων (John Roberts & Joel Rosenman) να επενδύσουν και να διευρύνουν τις τεράστιες περιουσίες που είχαν κληρονομήσει. Φυσικά, το φεστιβάλ εξελίχτηκε σε μία ελεύθερη συναυλία από τη δεύτερη μέρα και οι διοργανωτές δεν έβγαλαν τίποτα.
Παρόλα αυτά, όσοι ξύπνησαν στο κτήμα του γαιοκτήμονα Max Yasgur όπου θα διεξαγόταν το φεστιβάλ, την Παρασκευή 15 Αυγούστου 1969, έκπληκτοι είδαν τα πάντα να βρίσκονται στη θέση τους, η σκηνή, τα φώτα, οι χώροι υγιεινής, οι σταθμοί πρώτων βοηθειών ακόμη και ειδικοί χώροι όπου πουλούσαν αλκοόλ και... "καλής ποιότητος" μαριχουάνα, όπως δήλωσαν από τα μικρόφωνα. Έτσι, όλα προμήνυαν πως θα κυλούσαν ομαλά, όπως και έγινε. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ μόνο 5.000 άτομα χρειάστηκαν ιατρική βοήθεια σε σύνολο περίπου 500.000 ατόμων.
Μοναδικό εμπόδιο σε όλο το τριήμερο στάθηκε η βροχή, η οποία έπεφτε συνεχώς αργή και σκοτεινή, σαν να ήθελε κάτι να αμαυρώσει αυτές τις τρεις ημέρες αγάπης, μουσικής και ειρήνης, που είχαν έρθει να ζήσουν 500.000 διαφορετικοί άνθρωποι ενωμένοι από το κοινό συναίσθημα και την τρέλα που κάνει τόσους πολλούς ανθρώπους να θέλουν να αφήσουν τα σπίτια τους για μια τριήμερη περιπλάνηση στον καλειδοσκοπικό κόσμο της μουσικής.
Τα μαύρα σύννεφα έκαναν την καρδιά του καλοκαιριού να χτυπάει χαμηλόφωνα. Όμως, η αύρα του καθενός από τους παρευρισκομένους απέπνεε θερινά αρώματα, κάνοντας έτσι πιο έντονο το σφυγμό του καλοκαιριού. Αν και ο χώρος είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο λασπόλουτρο, η πολυχρωμία επικρατούσε, όχι μόνο στα ρούχα και στα πλεγμένα από ζωηρόχρωμα άνθη λουλούδια που πολλοί φορούσαν, αλλά κυρίως στα μάτια τους... στις κόρες των ματιών τους που εξέπεμπαν ζωηρές σπίθες και μια ανείπωτη χαρά και προσμονή γι' αυτό που συνέβαινε.
Αν και ηχητικά, αλλά και μουσικά, δεν είδαμε στο φεστιβάλ τις καλύτερες επιδόσεις από τους καλλιτέχνες, ωστόσο το ξεκίνημα της συναυλίας την Παρασκευή το απόγευμα με τον Richie Heavens να τραγουδάει μόνο με την κιθάρα του το "Freedom" ήταν ότι πρέπει για να μεταδώσει το στίγμα του φεστιβάλ με τον καλύτερο τρόπο. Την ίδια μέρα, η παρουσία του Ravi Shankar επί σκηνής και οι ήχοι από το sitar μύρωσαν με αρώματα ανατολής όλους τους θεατές, χαρίζοντας τους νοερά ταξίδια στη μακρινή Ινδία και προσφέροντάς τους ένα μικρό δείγμα της φιλοσοφίας της χώρας του, μέσω της μουσικής του. Τελευταία σημαντική εμφάνιση της πρώτης μέρας, η επαναστάτρια και folk ποιήτρια Joan Baez, η οποία τραγουδώντας χαμηλόφωνα και με ήρεμες μελωδίες σκληρούς στίχους για το κατεστημένο της εποχής, έστελνε με κάθε κομμάτι της και ένα διαφορετικό μήνυμα στους πολιτικούς ιθύνοντες εκ μέρους όλων των ανθρώπων που ήταν μαζεμένοι σ’ εκείνο το χώρο.
Η δεύτερη μέρα άρχισε να επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε για τη μέτρια ηχητική και μουσική απόδοση και έκανε ορατές τις αιτίες για αυτό το άσχημο αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη μέρα σαφώς είχε τα πιο γνωστά ονόματα αλλά ταυτόχρονα και τα πιο... "φτιαγμένα", ανάμεσα στους οποίους ο Country Joe McDonald που έπαιζε λάθος νότες στα περισσότερα τραγούδια και o John Sebastian που προφανώς είχε περάσει τις δύο αυτές ημέρες μέχρι την εμφάνισή του, απλά και μόνο... πίνοντας. Φυσικά, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Οι Santana Βlues Βand στην πρώτη τους τόσο δημόσια εμφάνιση, άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις, εκτελώντας εκπληκτικά το "Soul sacrifice". Οι Canned Heat δεν έλειπαν από το Woodstock, όπως και από κάθε άλλο φεστιβάλ της δεκαετίας του '60, ερμηνεύοντας το αρκετά βαρύ country-rock υλικό τους.
Οι Grateful Dead, οι βασιλιάδες της βόρειας California, ήταν, δυστυχώς, ένα ζωντανό παράδειγμα που επιβεβαίωνε ότι κάτι είχε αλλάξει και ότι ο ενθουσιασμός του παρελθόντος για τη μουσική και τα μηνύματα που προσπαθούσε να μεταδώσει η Δυτική Ακτή και το Haight Ashbury είχαν δώσει τη θέση τους στην άφθονη κατανάλωση LSD και σε άλλες συναφής και πιο σκληρές ουσίες. Μάλιστα, το συγκεκριμένο συγκρότημα κινδύνεψε εξαιτίας της βροχής, όταν ήταν πάνω στη σκηνή, αλλά ήταν πολύ απορροφημένοι από τα "ταξίδια", που ήταν αδιανόητο να αντιληφθούν το παραμικρό. Αργότερα, τη σκυτάλη πήρε η Janis Joplin, που ένα χρόνο αργότερα, μπήκε στο πάνθεον των διασημότερων και τραγικότερων ροκ σταρ, που πέθαναν από ναρκωτικά. Μια κατάληξη που, δυστυχώς, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή και στο Woodstock εξαιτίας της εντελώς μαστουρωμένης εμφάνισής της.
Ακολούθησαν οι Who, για να κλείσουν αυτήν την αρκετά επεισοδιακή μέρα, κάνοντας μία αρκετά άσχημη ζωντανή εμφάνιση με αρκετά παρατράγουδα, τόσο κυριολεκτικά εξαιτίας του κακού ήχου, όσο και μεταφορικά αφού ο Pete Townshend χτύπησε τον σκηνοθέτη Mike Wandleigh που γύριζε το ντοκιμαντέρ για το φεστιβάλ, ενώ λίγο αργότερα, χτύπησε και τον αναρχικό Abbie Ηoffman, ο οποίος νόμιζε πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήσει στη σκηνή και να διαδώσει τις πεποιθήσεις του. Τραγικό λάθος για ένα συγκρότημα που φημίζεται για τα εκρηκτικά live του και τα ελαφρώς επιθετικά μέλη του.




Η τρίτη μέρα (Κυριακή 17/8) ξεκίνησε με τους Jefferson Airplane επί σκηνής, οι οποίοι έκαναν μία μέτρια εμφάνιση. Την απογοήτευση από τους Αirplane έδιωξε γρήγορα η εκπληκτική παρουσία του νεαρού - τότε - καλλιτέχνη Joe Cocker που χάρισε στο "With a little help from my friends" των Beatles μια εξαιρετική διασκευή και έδωσε μια εμφάνιση με πολύ καλό ηχητικό αποτέλεσμα, σπάνιο φαινόμενο για το συγκεκριμένο φεστιβάλ. Ακολούθησαν, οι Country Joe & the Fish και οι Ten Υears Αfter με μια ιστορική εκτέλεση στο I'm going home. Η συνέχεια με τους Band ήταν μια εμφάνιση πολυαναμενόμενη, αφού επρόκειτο για την μπάντα του μοναδικού Bob Dylan. Οι Band ενθουσίασαν παρόλο που ο ηγέτης απουσίαζε από τη σύνθεση. Η blues εμφάνιση του Johnny Winter, που είχε επιλεγεί για το κλείσιμο της τρίτης ημέρας, πέρασε τελείως αδιάφορη, αφού η μουσική του δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το πνεύμα του φεστιβάλ.

Με παράταση μίας ημέρας ακόμη για το φεστιβάλ, το ξημέρωμα της Δευτέρας βρήκε τους Crosby, Stills, Nash & Young να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση σαν κουαρτέτο και προκάλεσαν αμφιλεγόμενες αντιδράσεις. Πάντως, το ύφος των τραγουδιών τους, ήταν το κατάλληλο για το φεστιβάλ, αφού είχε και ... αγάπη και ειρήνη και μουσική. Αλλά, λίγοι τα σκέφτονταν αυτά εκείνη τη στιγμή.


Σημασία είχε πως σε λίγο θα τέλειωνε το φεστιβάλ με τελευταία εμφάνιση αυτή του μεγαλύτερου ονόματος, του Jimi Hendrix. Πράγματι, ο Hendrix ανέβηκε στη σκηνή τη Δευτέρα το πρωί, όμως σε σχετικά λίγο κόσμο, αφού είχαν αποχωρήσει οι περισσότεροι. Έτσι, μπροστά σε περίπου 80.000 κόσμο, ο Jimi έκανε μια σχετικά μέτρια εμφάνιση. Όμως, ο μαύρος μάγος της ηλεκτρικής κιθάρας δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει έτσι τους φίλους του. Χαρίζοντας τους μια διασκευή του "The Star Spangled Banner", έκλεισε εντυπωσιακά το φεστιβάλ μεταφέροντας με την κιθάρα του ρίγη ανατριχίλας στο κοινό. Ο τρόπος με τον οποίο συνέλαβε και εκτέλεσε αυτή τη διασκευή του αμερικάνικου εθνικού ύμνου, ίσως είναι ό,τι πιο ριζοσπαστικό δημιούργησε όλη αυτή η δεκαετία και η ροκ μουσική γενικότερα. Το δραματικό ύφος που χαρακτήριζε αυτή τη διασκευή απέδιδε ακριβώς τη δραματική κατάσταση της αμερικανικής κοινωνίας και της πολιτικής της, η οποία συνέχιζε ένα παράλογο και κτηνώδη πόλεμο στο Βιετνάμ με αναρίθμητα θύματα. Μία πολιτική που η συγκεκριμένη χώρα επρόκειτο να ακολουθήσει κι άλλες φορές στο μέλλον...
Με αυτόν τον τρόπο τέλειωσε το Woodstock, και μπορεί να μην ήταν η πρώτη φορά που έγινε ένα τέτοιο φεστιβάλ, ήταν όμως ένα ουσιαστικό τέλος. Πολλά άλλαξαν οριστικά μετά από αυτό. Το φεστιβάλ του Altamont το Δεκέμβρη του ίδιου έτους είναι το τυπικό τέλος. Το Woodstock μπορεί να πέρασε στο παρελθόν, άφησε, όμως, πολλά που πρέπει να θυμόμαστε και στο παρόν και στο μέλλον. Το κύριο και άμεσο μήνυμα του αναμφίβολα είναι η ειρήνη. Γιατί τι μπορεί να είναι πιο ειρηνικό από χιλιάδες νέους ανθρώπους που μαζεύονται για τρεις μέρες και ακούνε μουσική;
Το μισό εκατομμύριο κόσμου που μαζεύτηκε εκεί, σίγουρα είχε διαφορετικούς λόγους. Άλλοι γιατί έτσι επέβαλλε η τότε μόδα, άλλοι πιο συνειδητοποιημένοι επειδή πίστευαν ότι έτσι θα ανατρέψουν κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Άλλοι βρέθηκαν ακόμη και κατά τύχη. Οποίος κι αν ήταν ο λόγος για τον όποιο πήγαν στο Woodstock, το πλέον σπουδαίο είναι ότι εξέφρασαν τους λόγους τους με ένα κοινό τρόπο... τη μουσική.
Είναι γεγονός πως εκείνη η γενιά είχε σαν όραμα ένα διαφορετικό κόσμο. Όπως επίσης, είναι γεγονός ότι πολλοί από τους - τότε - οραματιστές είναι δημιουργοί του σημερινού μας κόσμου, ο οποίος πολύ απέχει από αυτόν που οραματίζονταν. Τι συνέβη; Απλώς απέτυχαν; Μήπως κατά βάθος ο σημερινός κόσμος ήταν αυτός που οραματίζονταν; Η' μήπως, τελικά ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει;

Πηγές:
01.Περιοδικό ΖΟΟ τ. 17, Σεπτέμβριος 1999
03.ΜusicHeaven

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου