Μία συλλογή επιλεγμένων αρθρων και μελετών του Μάνου Ελευθερίου
που δημοσίευσε κατά καιρούς στο μουσικό περιοδικό Δίφωνο και
σχόλια του σε μουσικές ραδιοφωνικές του εκπομπές.
Kείμενα για συνθέτες, τραγουδιστές και στιχουργούς, και κυρίως για την υπόθεση του ελληνικού τραγουδιού. O συντάκτης αυτών των κειμένων ευτύχησε να συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους συνθέτες. Oρισμένοι ήταν «θηρία». Αλλοι μικρά θηρία του γάλακτος, χαμένων γονέων, που βύζαιναν από άλλα ζώα, και ορισμένοι αδιάφοροι και ανθρωπάκια. Ωστόσο τα τραγούδια όλων ταξίδευαν μυστικά σε δίσκους, σε CD, ραδιόφωνα, πίστες, θέατρα και στάδια, αδιαφορώντας και για τις συνθήκες που γράφτηκαν και για κείνους που τα 'γραψαν. Δεν είναι ντροπή να αγαπάει κανείς το τραγούδι.
Kαι όπως υπάρχουν άνθρωποι που εθελοντικά αγωνίζονται για την ισορροπία της φύσης, για τα δέντρα, τα ζώα και τα πουλιά, και όπως υπάρχουν κέντρα για τα σπάνια είδη που κινδυνεύουν και τα περιθάλπουν με αγάπη κι αφοσίωση, έτσι θα 'πρεπε να υπάρχουν και αντίστοιχα κέντρα για ό,τι κινδυνεύει σ' αυτόν τον τόπο και για το ελληνικό τραγούδι! Γιατί το τραγούδι πολλές φορές κινδύνεψε και πολλές φορές επουλώθηκε από τις πληγές που του άνοιξαν τα σκάγια αδέξιων κυνηγών δολοφόνων. Έστω και έναν αν βοηθήσουν τούτα τα κείμενα να αγαπήσει περισσότερο το ελληνικό τραγούδι, το παιχνίδι έχει κερδηθεί.
Μάνος Ελευθερίου
Γιατί γράφουμε λοιπόν;
ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΟΥΜΕ λοιπόν τραγούδια; Μήπως για να βρούμε
κι εμείς την περιλάλητη ευτυχία, τη φιλία όλων εκείνων που
δεν γνωρίσαμε, τους επαίνους «καθωσπρέπει» ανθρώπων ή
για να προσεταιριστούμε ξένες αγκαλιές; Μήπως , με λίγα
λόγια, γράφουμε τραγούδια για να βρούμε επιτέλους αγάπη
και κατανόηση, που ούτε πουλιούνται ούτε αγοράζονται, και
να κλείσουμε ορισμένα μάτια στα ελαττώματα μας; (Υπάρχει
βέβαια στον αέρα η αυτοπροβολή και η «κονόμα», αλλά
καλλιτέχνες άνθρωποι επιτρέπεται να λένε τέτοια κακά πράγματα;)
Όμως εκείνος ο μοναχικός στιχουργός που γράφει τραγούδια
μόνο για την ψυχή του με γνώση και σύνεση και ανάβει το λιανό
κεράκι του σ’ αυτό τον κόσμο, που συνοδεύει κάθε βδομάδα τον
δικό του επιτάφιο, έχει πολλά να καταμαρτυρήσει γι’ αυτό το πάθος
και την περιπέτεια. Που, αφού έμεινε για χρόνια μακριά από τις
συναλλαγές και την αγορά του επαγγέλματος, αποφασίζει να δώσει
τα στιχάκια του. Και ξαφνικά τα στιχάκια του γίνονται σκηνικά
μιας παράστασης που δεν είχε υπολογίσει, ενός έργου που και μόνο
ο τίτλος τον απωθούσε, αλλά όπου παίζουν ως πρωταγωνιστές
τούτα τα στιχάκια του. Και πρέπει να περάσουν από αυτοσχέδια
δικαστήρια και καταθέσεις μαρτύρων και δικηγόρων για να βρεθεί
το διαμάντι στο βάθος του πηγαδιού.
Τα στιχάκια που έγραψες ή που θα γράψεις, ανόητε, πρέπει πρώτα
να αρέσουν στη θεία του συνθέτη όπου διάλεξες να γονατίσεις,
ν’ αρέσουν στην γκόμενα του και στη θεία της και σ’ εκείνον τον
περαστικό φιλοξενούμενο εξάδελφο από το χωριό, που τον
φωνάζουν και του λένε «Επειδή εσύ δεν είσαι χαλασμένος και είσαι
ακόμη αγνός, θα παίξεις το ρόλο του ενόρκου. Θέλουμε να μας πεις
με το χέρι στην καρδιά αν σ’ αρέσουν αυτά τα τραγούδια που μελο-
ποίησε ο Μπούλης πάνω σε στίχους του κυρίου» (ο κύριος είσαι εσύ,
μαλάκα στιχουργέ, που έβρισκες τις λέξεις μία μία ώσπου να
φτιάξεις το περιδέραιο ). Και ο ένορκος ακούει σοβαρός και κάποια
στιγμή βγάζει την απόφαση. «Εμένα με συγχωρείτε, να πούμε,
αλλά μου φαίνεται μάπα το καρπούζι! Η μουσική είναι ωραία, αλλά
οι στίχοι κάπου χωλαίνουν. Τι κέφι να κάνεις όταν ακούς βασιλικούς
και δυόσμους; Η νεολαία δεν τα μασάει αυτά. Η νεολαία σήμερα
θέλει άλλα πράγματα».
Ακριβώς τότε είναι που βλέπεις όλη τη ζωή μπροστά σου, όπως
έχεις ακούσει ότι τη βλέπει εκείνος που πέφτει από τον πέμπτο όροφο
με σκοπό να αυτοκτονήσει… Αλλά εσύ ξέρεις τι ακριβώς συμβαίνει.
Και ο δαίμονας και η διαίσθηση και οι γνώσεις σου αλλά και οι τοίχοι
που βοούν στου φωνάζουν ότι δεν φταίνε οι στίχοι σου που δεν
«κόλλησαν» με τη μουσική, που μονάχη της είναι πολύ όμορφη και
ευρηματική, αλλά που δεν έχει καμία σχέση με τους στίχους σου.
Για τον απλό λόγο ότι οι συνεχείς αλλαγές που σε ανάγκασαν να κάνεις
και εκείνες που έκαναν μόνοι τους και έβαλαν στη θέση της καρδιάς
το κεφάλι και στη θέση τον ποδιών τα χέρια, αυτό και μόνο φταίει.
Έχει δίκιο ο φιλοξενούμενος. Μόνο που η αλήθεια είναι ότι πρέπει
να μπει καινούργια μουσική. Ποιος θα το πει όμως και με τι καρδιά
θα το πει στο συνθέτη; Που νομίζει ότι όσα έπραξε είναι οριστικά
και αμετάκλητα και κρυστάλλινης διαύγειας και εκπληκτικής ομορφιάς
σε διατύπωση και ευρηματικότητα. Που αν επρόκειτο να διαγωνιστεί
με κάτι σε ακρίβεια, είναι μόνο η Συνθήκη της Ουτρέχτης, η Συνθήκη
του Βελιγραδίου και της Ρώμης…
Και μετά από αυτά θα σταματήσεις άραγε να αναρωτιέσαι γιατί
επιμένουν ορισμένοι να γράφουν τραγούδια; Εγώ πιστεύω ότι τα ίδια
ερωτήματα που ανέφερα στην αρχή, αντιστρέφοντας τα, μπορεί κανείς
να τα θέσει στον εαυτό του, ακόμη και ένας επαρκής ακροατής. Και θα
’πρεπε κάποτε να στήσουν και σε αυτό τον άγνωστο, δυστυχισμένο και
μοναχικό ακροατή ένα μνημείο! Όσο για τους στίχους σου, δεν θα πάνε
χαμένοι. Όλο και κάποιος θα βρεθεί, κάποιος περισσότερο έξυπνος και
ταλαντούχος συνθέτης, και καθόλου απίθανο να βγάλετε και «επιτυχία».
Είναι το πρώτο βήμα για να γίνεις κι εσύ «παράγοντας» και «ένορκος»…
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου