Ένας δούρειος ίππος που κρύβει τα σκοτεινά του δωμάτια...
Ποτέ κανείς δεν έγραψε σαν και αυτόν, σε εγχώριο έδαφος. Ποτέ. Κανείς. Γιατί ποτέ κανείς δεν κατάφερε να περάσει στους στίχους του την ατόφια ζωή και την ατόφια ποίηση μαζί. Όχι αόριστα. Συγκεκριμένα. Όχι (περι)γραφικά. Χειροπιαστά. Όχι μέσα από τα δόντια του. Αλλά απ’ έξω.
Στα τριάντα ένα του χρόνια δημιούργησε με το χέρι του τη διαχωριστική γραμμή του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται ροκ στίχος. Με την καθόλου αυτονόητη για την εποχή του πρώτη ύλη την ελληνική γλώσσα και, κυρίως, την όχι πολιτευτική ή μεταπολιτευτική διάλεκτο.
Η ιστορία γνωστή. Πατέρας αριστερός εργοστασιάρχης, μητέρα αυταρχική αλλά και θερμή ως παρουσία, αίμα διανοούμενου (ανιψιός της Έλλης Αλεξίου) καρδιά ελαφιού (δισέγγονος του Ζορμπά). Με ένα πρόσωπο ολάνθιστο, φωτεινό, ένας δούρειος ίππος που κρύβει τα σκοτεινά του δωμάτια. Με μια φωνή άλλοτε να χαράζει σαν κοφτερό νύχι κι άλλοτε να αφηνιάζει σαν αγριεμένο άλογο. Πάντα αντρίκεια. Πάντα ερωτική, είτε προς την Άννα είτε προς την Ηρωίνη. Σήμερα θα ήταν 62 χρόνων.
Πιθανόν να ήταν η απάντηση της Ελλάδας στους συνομηλίκους του, ροκ σταρ της αλλοδαπής, Ρόμπερτ Πλαντ, Μπράιν Φέρι, Νιλ Γιανγκ κ.ά., οι οποίοι συνεχίζουν να μαζεύουν βαθμούς μέχρι να κερδίσουν το τελικό σημαιάκι. Πιθανόν να φόραγε μια κάλτσα στο κεφάλι και να γέμιζε με αφίσες τους δρόμους της Αθήνας, διαφημίζοντας τις παραστάσεις του. Αλλά με εικασίες δεν προχωράει η ζωή, ούτε ο θάνατος. Το δεδομένο είναι ότι ήρθε, έζησε, και απήλθε αφήνοντάς μας τη ροκ προίκα του. Στα πόδια της οποίας αυτά τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του σφάχτηκαν πολλοί: «φίλοι», «χήρες», «ορφανά». Έγινε ήρωας τηλεοπτικών εκπομπών, τυλίχτηκε σαν κομμάτι κρέας μέσα στο νάιλον των εφημερίδων, συναγωνίστηκε αοιδούς της πίστας, είδε τα καλύτερα μυαλά της γενιάς του χαλασμένα από το χρήμα και την προβολή και –σίγουρα– δεν είδε τους στίχους του να διδάσκονται στα σχολεία, όπως έλεγε και ο μακαρίτης πια Απροσάρμοστος, ο Βασίλης Πετρίδης, σε μια παλιά ραδιοφωνική του συνέντευξη.
Φλου φίλε, όλα είναι φλου
Οι στίχοι του, λοιπόν. Που ακόμη και σήμερα έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τον αιώνιο δαίμονα τού ήχου τους (ροκ και ελληνικός στίχος είναι ένα αταίριαστο ζευγάρι, συνεχίζουν να λένε) τη ρετσινιά του περιθωριακού, του ανθρώπου της κλειστής κοινωνίας των Εξαρχείων και των φαινομένων της κοινωνικής παθογένειας τού τότε. Ποιου τότε; Η μεγάλη ντρόγκα, για την οποία μίλαγε το 1982 στο Αντεργκράουντ Με Στρας, σήμερα κυκλοφορεί σαν κυρία στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης· κι όμως έχουμε χρόνια να ακούσουμε να τραγουδάνε γι’ αυτή.
Καθάρισε με το Η μια και καλή ο Σιδηρόπουλος; Δεν νομίζω. Απλά δεν είναι πλέον in η περιθωριακή θεματολογία στο σύγχρονο τραγούδι. Αλλά και πώς να μιλήσεις για θέματα που καίνε, όταν το τρίγωνο Εξάρχεια-Ομόνοια-Σύνταγμα πεζοδρομήθηκε εικονικά για τους καλλιτέχνες σε facebook-twitter-mySpace; Πώς να γίνει αντιληπτή η ποιητική ωμότητα με την οποία ο Σιδηρόπουλος περιγράφει το βιτσιόζικο αγόρι της Ύστατης στιγμής, όταν αυτό το αγόρι σήμερα απέκτησε virtual ορέξεις και ικανοποιείται μόνο με ό,τι έχει 3D διαστάσεις; Αλλά ας μην παρελθοντολαγνούμε.
Το θέμα μας είναι οι στίχοι του Πρίγκιπα όπως τον αποκάλεσαν (αφού οι θέσεις των βασιλιάδων ήταν ρεζερβέ). Η μοναδική ως είδος –στην Ελλάδα– στιχουργική του. Ένα μείγμα ποίησης, κοινωνιολογίας, ιστορίας, πασπαλισμένο με τα χώματα των δρόμων όπου έζησε και των καπνών που τον κύκλωσαν στα υπόγεια στέκια. Ποτέ κανείς δεν έγραψε σαν και αυτόν, σε εγχώριο έδαφος. Ποτέ. Κανείς. Γιατί ποτέ κανείς δεν κατάφερε να περάσει στους στίχους του την ατόφια ζωή και την ατόφια ποίηση μαζί. Όχι αόριστα. Συγκεκριμένα. Όχι (περι)γραφικά. Χειροπιαστά. Όχι μέσα από τα δόντια του. Αλλά απ’ έξω.
Οι πρώτες ηχογραφημένες στιχουργικές του απόπειρες ως Δάμων και Φιντίας (με τον επίσης πια από χρόνια χαμένο Παντελή Δεληγιαννίδη) και ως μέλος του συγκροτήματος Μπουρμπούλια περιέχουν την Απογοήτευση της νεότητας αλλά και την ελευθεριάζουσα τάση κάθε νέου ανθρώπου μέσα από τα πρότυπα των Λεύτερων θεριών, του Ντάμη του ληστή και του Γερο-Μαθιού. Το οριακό όμως Φλου, του 1979, άλλαξε εν μια νυκτί το χάρτη της ροκ στιχουργικής στην Ελλάδα και βεβαίως του ροκ γενικότερα. Στα τριάντα ένα του χρόνια δημιούργησε με το χέρι του τη διαχωριστική γραμμή του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται ροκ στίχος. Με την καθόλου αυτονόητη για την εποχή του πρώτη ύλη την ελληνική γλώσσα και, κυρίως, την όχι πολιτευτική ή μεταπολιτευτική διάλεκτο.
Το δήλωνε άλλωστε και ο ίδιος στο περιοδικό Μουσική τον Μάιο του 1979 (τεύχος 18): «Είναι καθημερινή ζωή αυτό το πράγμα. Δεν με εξέφραζε εμένα ο Θεοδωράκης και οι άλλοι. Δεν μου αρκούσαν αυτά. Ήθελα πιο άνετο, πιο βρόμικο, πιο εκφραστικό στίχο. Να μην είναι τόσο κραυγαλέα επαναστατικός, ώστε στο τέλος να καταλήγει να μην είναι επαναστατικός». Και τι δεν περιλαμβάνει αυτός ο δίσκος; Από περιθωριακούς ήρωες της προσωπικής του μυθολογίας (Μπάμπης ο Φλου, Ο Λευτέρης του 69), οι οποίοι ανάγονται σε μορφές διαχρονικές, όπου ο καθένας μας μπορεί να βρει κομμάτια του εαυτού του, μέχρι ατόφιους ποιητικούς στίχους είτε δικούς του είτε δανεισμένους. Γιατί αυτή ήταν η μοναδικότητα του Παύλου Σιδηρόπουλου: υπήρξε ο διανοούμενος του δρόμου.
Έτσι, στο ποίημα Οι σοβαροί κλόουν, μια ρεαλιστική περιγραφή των φοιτητικών χρόνων –με την ελπίδα και τη διάψευση σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος– ενσωματώνει στίχους του Allen Ginsberg (πεθαίνοντας μέσα στον τρόμο ότι πεθαίνουν), του Μανόλη Αναγνωστάκη (γυμνοί από αγάπη και από μίσος), ενώ αναφέρεται ξεκάθαρα σε ποιητές και συγγραφείς (με Πόε, Ντε Σαντ και Μαρκ Τουέν). Γράφει ο ίδιος να φεύγουν με τη γεύση του μισού, να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής κ.ά., χωρίς να έχει να ζηλέψει σε τίποτα τους πιο ταλαντούχους γραφιάδες. Στο επίσης κρυπτογραφικό ποίημα Τω Αγνώστω Θεώ αποτίει φόρο τιμής σε ανθρώπους που τον επηρέασαν, δανειζόμενος στίχους τους: παρελαύνουν ο Lou Reed (μισώ το σώμα μου), ο Διονύσης Σαββόπουλος (μ’ αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο) και ο Brendan Behan (από το γνωστό τραγούδι του Θεοδωράκη ήταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή, φράση-αντίστιξη στον επόμενο στίχο σκοράριζε το θάνατο κει στη Δεξαμενή).
Τίποτα γραμμένο τυχαία, τίποτα γραμμένο απλά για να προκαλέσει. Όλα μελετημένα, όλα διαλεγμένα στίχο στίχο. Ξέρει δηλαδή πολύ καλά τι γράφει και αυτό υπήρξε η μεγάλη του ευχή αλλά και η μεγάλη του κατάρα. Γιατί, χρειάζεται επίγνωση να έχεις γνωρίσει τον κόσμο των σκληρών ναρκωτικών και να γράφεις· πόσω μάλλον να τραγουδάς: Ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρουν ένα πρωί. (Η ώρα του Stuff). Ψύχραιμο αίμα. Όσο κι αν ρωτούσε αν το φόβο μου έβλεπες πίσω από κάθε μου φιλί. Όσο κι αν αποζητούσε, με το σύνολο των στίχων του, αυτό που συνοψίζεται στο καταληκτήριο κομμάτι του δίσκου: πουλάμε σώμα και ψυχή/ δώστε μας λίγη προσοχή. (Εν κατακλείδι). Η επιρροή και εδώ του Lou Reed με το Goodnight Ladies σαφής, αλλά, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Μανώλης Νταλούκας, σε μια κριτική στο περιοδικό Ήχος, ο αρχικός πυρήνας της ιδέας είναι ο Τόμας Έλιοτ και η Έρημη Χώρα.
Κι όμως, ο Σιδηρόπουλος ήταν ψυχικά υγιής. Και αξιοπρεπής. Και εκφραστής. Όπως έγραφε ο Αργύρης Ζήλος τον Μάιο του ’79 στον Ήχο: «των βαθύτερων συναισθηματικών πτυχών της ελληνικής γενιάς που παρακολούθησε το Γούντστοκ από απόσταση και έπλασε στην ψυχή της ένα δικό της κόσμο για να πληρώσει το κενό». Στον ίδιο δίσκο βεβαίως και το αξεπέραστο Στην Κ., τραγούδι που, μαζί με τα μεταγενέστερα Ύστατη στιγμή, Αντεργκράουντ με στρας και Κάποτε θα δεις φανερώνουν το ταλέντο του Σιδηρόπουλου να περιγράφει εύστοχα τη γυναικεία ψυχολογία: από τη μια πλευρά, το στεγανοποιημένο κορίτσι που θα πρέπει να ανακαλύψει μονάχο του τον κόσμο (μονάχη στέκεσαι στο δρόμο τον άνθρωπο κοιτάς με τρόμο/ και ψάχνεις τον μπαμπά σου πάνω του να βρεις)· και, από την άλλη, το άγριο θηλυκό που παίζει με τα αρσενικά (με άγριο ύφος μετρώντας για αδυναμία την ηδονή). Και στις δύο περιπτώσεις το συμπέρασμα είναι το ίδιο: οι αλήθειες τους να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές.
Zorba Τhe Freak
Στο Εν Λευκώ, το 1982, τα πράγματα αγριεύουν. Πες μας ρε φίλε ποιος θεός σε ορίζει ποιος σε γεμίζει με ενοχές τραγουδά στο Βιβλίο των Ηρώων μια επιτομή των θρησκευτικών –και μη– ηγετών, δοσμένη περιεκτικά, ποιητικά, κυριολεκτικά. Μιλά ανοιχτά για την ηρωίνη (Η) σαν την ερωμένη που σε οδηγεί στον γκρεμό κι όμως αναζητάς την άρρωστη αγκαλιά της. Αυτοβιογραφείται στο Θάνατο και προφητεύει τη σημερινή εποχή: Τώρα το πάθος σου αλλάζει σε ένστικτο/ και σε ανάγκη αλλάζει η ηδονή (VoodooChild). Είναι πραγματικά ανεπανάληπτος ο τρόπος με τον οποίο περνά στα τραγούδια του καθημερινούς διαλόγους (εντάξει, του πες, θα ’ναι μόνο για καφέ) και τις ποιητικές εκφράσεις (βυζαίνει ακόμα το όνειρό σου/ κι ο πόνος μοιάζει να ’ναι γιατρικό σου). Είναι αξεπέραστος ο τρόπος που περνά από το προσωπικό στο υπερατομικό, από την αυτοψυχανάλυση στην κοινωνιολογική ματιά.
Στο Εν Λευκώ, το 1982, τα πράγματα αγριεύουν. Πες μας ρε φίλε ποιος θεός σε ορίζει ποιος σε γεμίζει με ενοχές τραγουδά στο Βιβλίο των Ηρώων μια επιτομή των θρησκευτικών –και μη– ηγετών, δοσμένη περιεκτικά, ποιητικά, κυριολεκτικά. Μιλά ανοιχτά για την ηρωίνη (Η) σαν την ερωμένη που σε οδηγεί στον γκρεμό κι όμως αναζητάς την άρρωστη αγκαλιά της. Αυτοβιογραφείται στο Θάνατο και προφητεύει τη σημερινή εποχή: Τώρα το πάθος σου αλλάζει σε ένστικτο/ και σε ανάγκη αλλάζει η ηδονή (VoodooChild). Είναι πραγματικά ανεπανάληπτος ο τρόπος με τον οποίο περνά στα τραγούδια του καθημερινούς διαλόγους (εντάξει, του πες, θα ’ναι μόνο για καφέ) και τις ποιητικές εκφράσεις (βυζαίνει ακόμα το όνειρό σου/ κι ο πόνος μοιάζει να ’ναι γιατρικό σου). Είναι αξεπέραστος ο τρόπος που περνά από το προσωπικό στο υπερατομικό, από την αυτοψυχανάλυση στην κοινωνιολογική ματιά.
1987 και Zorba Τhe Freak. Λιγότερο προσωπικός, περισσότερο καταγγελτικός, αφού όπως ο ίδιος δήλωνε σε συνεντεύξεις εκείνης της περιόδου: «Τώρα συμμετέχω ενεργά, δεν είμαι παρατηρητής». Έτσι, αγγίζει θέματα πέραν της δικής του ας το πούμε εντοπιότητας. Μιλά για την εργατιά και για τη διαχρονική φροντίδα του κόμματος του λαού προς τα παιδιά του (το κόμμα τώρα σε διαγράφει βιαστικά/ οι σύντροφοί σου: μα ήταν φύση αναρχικιά) (Φτωχόπαιδο)· για τις ληστείες των τραπεζών, (άντε και καλή τύχη μάγκες)· ακόμα και για τον Μίκη Θεοδωράκη (Μίκη Μάους), με μια αλληγορική γλώσσα που σφάζει με χειρουργικό νυστέρι (με χρέος συμφωνίες τρεις/ λαϊκοκλασικιστής/ ξερνώντας μ’ έναν ήχο κοινό/ το δήθεν μέγα μυστικό/ συνθηματολογίες επικές/ σε πέντε νοτούλες γλυκές).
Ανεξαρτήτως πόσο κοντά βρίσκεται στην αλήθεια, δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις το θάρρος να μιλήσει για απαγορευμένα μέχρι σήμερα θέματα. Στον ίδιο δίσκο και το μοναδικό Rock’n‘roll στο κρεβάτι. Το ερωτικό παιχνίδι στην πιο ειλικρινή του εκδοχή. Ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος έλεγε στην τελευταία του ραδιοφωνική συνέντευξη, δεκατρείς μέρες πριν από το θάνατό του. Παραθέτουμε το διάλογο με το δημοσιογράφο, Μιχάλη Λημνιό: «Τι θέλεις να πεις γι’ αυτό το κομμάτι;». «Κοίταξε να δεις, αυτό το κομμάτι το ’χα γράψει ως εξής, ήμουν σε μονή κατάσταση, μοναχικός, και έψαχνα να βρω και γω κάτι». «Ένα rock’n‘roll;». «Όχι ένα rock’n‘roll». «Μια rock’n‘roll ζωή;». «Ούτε μια rock’n‘roll ζωή, μη λέμε σαχλαμάρες τώρα. Μια γυναίκα έψαχνα να βρω».
Στον επόμενο λάιβ δίσκο του, Χωρίς Μακιγιάζ, συνεχίζει ο οπτικός του φακός, διευρυμένος. Περιγράφει με άψογη στιχουργική μετρική, ακριβοδίκαια και αφοπλιστικά, τις νέες κοινωνικές εξελίξεις (με γάλα ραδιενέργειας βυζαχτό)· (στην εξουσία συναντάς αυλάρχη/ τον επαναστάτη κομματάρχη)· κυρίως όμως τοποθετεί στη θέση τους πρόσωπα και καταστάσεις (φαντάσματα πια αντιστασιακά/ πλανιέστε στην πλατεία των ΕΑΤ-ΕΣΑ). Κραυγάζει την οργή του: ποιοι είσαστε εσείς/ που τα λόγια μας κάνετε σύνθημα για βία; Μιλά για το μετανάστη προτού ακόμα γίνει το αγαπημένο θέμα των ειδήσεων και το εξιλαστήριο θύμα της εθνικοπατριωτικής καθαρότητας των κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα: (μπουζούκια και ντίσκο/ ρατσισμός α λα Γκρεκ) και βεβαίως για ακόμη μια φορά υμνεί τη γυναίκα (γυναίκα μεσολάβησε στον άντρα και τη γνώση).
Ο μεταθανάτιος δίσκος του Άντε Και Καλή Τύχη Μάγκες, στο ίδιο μήκος κλίματος: σαρκαστής της αστικής και κατεστημένης πραγματικότητας (η γκόμενά σου είναι χαζή/ και εσύ μοιάζεις με τσόντα)· του γκρίζου της πόλης (με γκρίζο χρώμα αρρωστημένο/ ανίατα βρώμικο κελί μεγεθυμένο)· της βρωμιάς της εξουσίας (νομίζοντας πως θα με βρεις εκεί/ μες στα σκατά, σκατό της εξουσίας). Ο ποιητικός του λόγος και εδώ καθαρός, εξομολογητικός και ανθρώπινα τραγικός: αυτοί μιλάν και εγώ μαθαίνω πώς να ψηλαφίζω το σκοτάδι.
Τα Μπλουζ Του Πρίγκιπα, τέλος, φανερώνουν για ακόμα μια φορά το ταλέντο του Παύλου Σιδηρόπουλου να μπαίνει στο ρόλο των ανθρώπινων φιγούρων (Το μπλουζ του εργατόπαιδου, Το μπλουζ του Ρουμπόλα, Αν ήσουν φίλος), αλλά και να κανταδορεί ερωτικά, σαν τους δημιουργούς του ρεμπέτικου αλλά και του ελαφρού τραγουδιού (με τον αλήτη που έμπλεξες τι γύρευες/ αφρόψαρο στα φουσκονεριά).
Είναι αυτονόητο ότι η ανάλυση της στιχουργικής του Σιδηρόπουλου δεν εξαντλείται μέσα σε λίγες σελίδες. Το υπογράφω με απόλυτη συνείδηση των λεγόμενών μου: η περίπτωση του στιχουργού-ποιητή Σιδηρόπουλου χρήζει διατριβής, όχι βέβαια σε ακαδημαϊκό πλαίσιο. Χρήζει πολύχρονης μελέτης και αφοσίωσης πάνω στο υλικό του και επίμονης προσπάθειας αποκωδικοποίησης του ποιητικού του λόγου.
Να τονιστεί το ψυχολογικοκοινωνιολογικό του περιεχόμενο και να διδαχτεί –ναι, καλά διαβάσατε– να διδαχτεί, επίσημα, ως κείμενο, στους νέους των σχολείων και των πανεπιστημίων, όπως διδάσκονται οι στίχοι του Μπομπ Ντίλαν. Μόνο τότε ίσως ησυχάσει και ο ίδιος, ο οποίος έφυγε με ένα παράπονο: «Εγώ, κοίταξε να δεις κάτι, γράφω μουσική, αλλά έχω ένα παράπονο, ότι δεν ακούνε τους στίχους μου, και θέλω να ακούνε τους στίχους μου. Τι να πω;». (Από τη συνέντευξή του στις 22.11.1990.)
Πηγές:
* Δηματάτης Ντίνος, Παύλος Σιδηρόπουλος, το μοναχικό μπλουζ του πρίγκιπα, εκδόσεις Κατσάνος.
* Λαδικός Άκης, Παύλος Σιδηρόπουλος, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη.
* Διφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου